- στομφαστικός
- στομφ-αστικός, ή, όν,A mouth filling,
ὄγκος Id.12.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄγκος Id.12.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στομφαστικός — ή, όν, Μ [στομφάζω] φρ. «στομφαστικός ὄγκος» στομφώδης τρόπος ομιλίας με λέξεις που γεμίζουν το στόμα … Dictionary of Greek
στομφαστικόν — στομφαστικός mouth filling masc acc sg στομφαστικός mouth filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικαῖς — στομφαστικός mouth filling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικοῖς — στομφαστικός mouth filling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομφαστικῶς — στομφαστικός mouth filling adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)